ομβρέλλα

ομβρέλλα
η см. ομπρέλλα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ομβρέλλα" в других словарях:

  • ομπρέλα — Αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την προστασία του ανθρώπου από τη βροχή ή απότον ήλιο. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική umbre = σκιά, ανάλογη με την ελληνική σκιάδιον). Η ο. αποτελείται από ένα υφασμάτινο κάλυμμα που στηρίζεται σε σιδερένιες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»